- κακόμισθος
- κακόμισθοςill-rewardedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόμισθος — κακόμισθος, ον (Α) αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό μισθό, που κακοπληρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μισθός] … Dictionary of Greek
κακόμισθον — κακόμισθος ill rewarded masc/fem acc sg κακόμισθος ill rewarded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek